- κρύβω
- και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω)1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ.γ. «ὑφ' εἵματος κρύπτοντα χεῑρα καὶ πρόσωπον ἔμπαλιν», Ευρ.)2. καθιστώ κάτι αφανές, τοποθετώ κάτι σε μέρος μυστικό, για να μην τό δουν άλλοι, αφανίζω (α. «όλο τά κρύβει τα κλειδιά, για να μην τού πάρουν τα έγγραφα» β. «ἔκρυψα ἀπὸ τῶν προφητῶν κυρίου ἑκατὸν ἄνδρας», ΠΔ)3. κρατώ κάτι μυστικό, αποκρύπτω, αποσιωπώ (α. «μάς κρύβει την αλήθεια» β. «τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ' ἐπικεύσω», Ομ. Οδ.γ. «πᾶν σοι φράσω τἀληθές, οὐδὲ κρύψομαι», Σοφ.)νεοελλ.1. φρ. α) «κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του» — λέγεται για κάποιον που προσπαθεί να καλύψει και να αποσιωπήσει με αδέξιο τρόπο κάτι που είναι εμφανέςβ) «κρύβε λόγιανα είσαι επιφυλακτικός, να αποφεύγεις να εκφραστείς για κάτι2. παροιμ. «ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται» — αυτός που αγαπά δεν μπορεί εύκολα να καλύψει τα αισθήματά τουνεοελλ.-μσν.1. προσπαθώ να μη γίνει φανερό κάτι επίψογο και ελαττωματικό ή και θλιβερό ή δυσάρεστο (α. «κρύβει τα χρόνια του» β. «κρύβει τους βαθμούς του, γιατί είναι όλοι κάτω απ' τη βάση»)2. κρατώ κάτι στην αφάνεια, είμαι επιφυλακτικός, προσπαθώ να μην εκδηλώσω κάτι (α. «κρύβει την αγάπη του» β. «κρύβει τις προθέσεις του» γ. «μην κρύβεσαι από μένα»)μσν.(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) κρυπτόμενος, -ένη, -ον(για αρρώστια) αυτός που δεν μπορεί να διαγνωστεί εύκολαμσν.-αρχ.1. θάβω («τοὺς μὲν ἔπειτα Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος», Ησίοδ.)2. προφυλάσσω3. παραβλέπω («ποῡ ποτε κεραυνοὶ Διός... εἰ ταῡτ' ἐφορῶντες κρύπτουσιν ἕκηλοι;», Σοφ.)4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κεκρυμμένος, -η, -ον- κρυφός, μυστικόςαρχ.1. (ρητ.) εκφράζω συλλογισμό με τέτοιο τρόπο ώστε ο αντίπαλός μου να οδηγηθεί ανεπιφύλακτα στο αντίθετο συμπέρασμα («κρύπτοντα δὲ δὴ προσυλλογίζεσθαι δι' ὧν ὁ συλλογισμὸς τοῡ ἐξ ἀρχῆς μέλλει γίνεσθαι», Αριστοτ.)2. μέσ. κρύπτομαι(σχετικά με τα έμμηνα και τη λοχεία) διακόπτομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύπτω < θ. κρυφ-, με αφομοιωτική τροπή τού διαρκούς χειλικού (-φ-) σε κλειστό (-π-) προ τού κλειστού (-τ-) τού επιθήματος -τωτο θ. κρυφ-, που απαντά σε αρκετά παρ. (πρβλ. κρυφ-ός, κρύφ-α), ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *kru-bh- < IE *kra(u)-bh-, που αποτελεί παρεκτεταμένη με χειλικό (-bh- > φ) τής ΙΕ ρίζας *kra(u)- «ρίχνω στον σωρό, καλύπτω, κρύβω». Ο τ. συνδέεται με το καλύπτω*, καθώς και με αρχ. σλαβ. kryjo, kryti «κρύβω», βαλτ. krάuju, krάuti «συσσωρεύω, στοιβάζω». Στους μτγν. χρόνους απαντά θ. κρυβ- (πρβλ. κρύβη) αναλογικά προς το επίρρ. κρύβ-δην*. Ο τ. κρύβω απαντά για πρώτη φορά στην Παλαιά Διαθήκη και σχηματίστηκε υποχωρητικώς από τον αόρ. ἔκρυψα κατά το σχήμα θλίβω: ἔθλιψα (πρβλ. και θάπτω: θάβω, κόπτω: κόβω)ο μσν. τ. κρύβγω < κρύβω, με ανάπτυξη τού λεγόμενου «αλόγου ερρίνου». Το ρ. κρύπτω απαντά ως α' συνθετικό με τις μορφές κρυπτ(ο)- και κρυψι- (βλ. κρυπτ[ο]-).ΠΑΡ. κρύπτη, κρυπτικός, κρύφιοςαρχ.κρύβδην, κρύβες, κρυβή, κρύβηλος, κρυβήτης, κρυπτάδιος, κρυπτάζω, κρυπτήρ, κρυφή, κρύφιμος, κρύψιςαρχ.-μσν.κρύφαμσν.κρυμμός, κρυπτίνδαμσν.- νεοελλ.κρυφήνεοελλ.κρυφτός, κρυψάνα, κρυψιά, κρύψιμο, κρυψώνας.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποκρύπτω, εγκρύπτω, κατακρύπτω, υποκρύπτωαρχ.αμφικρύπτω, ανακρύπτω, διακρύπτω, εγκατακρύπτω, εναποκρύπτω, επικρύπτω, παρακρύπτω, περικρύπτω, συγκρύπτω, συναποκρύπτω, συνεπικρύπτω, υπαποκρύπτωνεοελλ.αποκρύβω, μισοκρύβω].
Dictionary of Greek. 2013.